- εξάγωνος
- -η, -ο (AM ἑξάγωνος, -ον)1. αυτός που έχει έξι γωνίες («ἑξάγωνόν τι κάτοπτρον»)2. το ουδ. ως ουσ. το εξάγωνογεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -γωνος < θ. γων.- τής λ. γωνία (πρβλ. τρίγωνος, τετράγωνος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.