εξάγωνος

εξάγωνος
-η, -ο (AM ἑξάγωνος, -ον)
1. αυτός που έχει έξι γωνίες («ἑξάγωνόν τι κάτοπτρον»)
2. το ουδ. ως ουσ. το εξάγωνο
γεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -γωνος < θ. γων.- τής λ. γωνία (πρβλ. τρίγωνος, τετράγωνος κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἑξάγωνος — hexagonal masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάγωνος — η, ο 1. που έχει έξι γωνίες, ο εξαγωνικός. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάγωνο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑξαγώνως — ἑξάγωνος hexagonal adverbial ἑξάγωνος hexagonal masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξάγωνον — ἑξάγωνος hexagonal masc/fem acc sg ἑξάγωνος hexagonal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαγώνοις — ἑξάγωνος hexagonal masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαγώνου — ἑξάγωνος hexagonal masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαγώνους — ἑξάγωνος hexagonal masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαγώνων — ἑξάγωνος hexagonal masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαγώνῳ — ἑξάγωνος hexagonal masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξάγωνα — ἑξάγωνος hexagonal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”